Ισταμπούλ
Смотреть что такое "Ισταμπούλ" в других словарях:
Γκριν, Γκράχαμ — (Graham Greene, Χέρφορντσαϊντ 1904 – 1991). Άγγλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Στο έργο του πραγματεύεται, συχνά με την τεχνική των θρίλερ, μερικά θέματα προσφιλή στον χριστιανικό υπαρξισμό. Ο Γ. στράφηκε προς τον καθολικισμό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek